- υδροθερμικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις πηγές θερμών υδάτων ή αυτός που προκύπτει από επίδραση τών υδάτων αυτών2. φρ. α) «υδροθερμικά διαλύματα»γεωλ. τα θερμά υδατικά διαλύματα που προκύπτουν στον φλοιό τής Γης από την ανάμιξη τών αερίων και τών υπολειμματικών υγρών που σχηματίζονται ως αποτέλεσμα τής μαγματικής διαφοροποίησης με το διεισδύον υπεδαφικό νερόβ) «υγροθερμικά μεταλλεύματα»γεωλ. συγκεντρώσεις μεταλλικών ορυκτών οι οποίες σχηματίστηκαν από πλούσιο με μεταλλοφόρα συστατικά θερμό νερό, δηλαδή από τα υγροθερμικά διαλύματαγ) «υδροθερμική μεταμόρφωση»(πετρογρ.) το σύνολο τών φυσικών και χημικών μεταβολών που υφίσταται ένα πέτρωμα λόγω διείσδυσης θερμών υδατικών διαλυμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrothermal (< υδρ[ο]-* + θερμικός)].
Dictionary of Greek. 2013.